Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Το χάος - χώρος στην παράδοση

Ιφιγένεια Κασταμονίτη

«Πρώτα-πρώτα το Χάος έγινε και ύστερα η πλατύστηθη Γη, το αιώνια στέρεο βάθρο όλων….. Και από το Χάος, το Έρεβος γεννήθηκε και η μαύρη η Νύκτα, κι από τη Νύκτα πάλι ο Αιθέρας και η Ημέρα…… Και η Γη γέννησε πρώτα ίσο με τον εαυτό της, τον Ουρανό τον αστερόπληθο…»

(Ησίοδος, «Θεογονία»)
Σε κάθε κοσμογονία, υπεράνω και πίσω από τον Δημιουργό, γύρω εντός και εκτός, βρίσκεται το Άγνωστο, το Ακατανόητο, η Πηγή και η Αιτία όλων. Το σύμπαν προβάλλει από αυτό το Μεγάλο Άγνωστο που κανένας ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει. Πολλά ονόματα έχουν δοθεί σε αυτό το μυστήριο που περιέχει εντός του το παν. Αποκαλείται «απύθμενη άβυσσος», «κενότητα», «χάσμα», «άβυσσος των υδάτων», «άγνωστο σκότος», «βυθός». Ο Δημόκριτος το ονόμαζε «Κενό» αλλά επίσης και βυθό. Ο Πλάτων «Άπειρο» και ο Αναξαγόρας «Απειρία». Τα Ορφικά μυστήρια μιλούσαν για το τρεις φορές Άγνωστο Σκότος από όπου ξεπήδησε ο Κρόνος-Ηρακλής, και ο Ησίοδος μάς μιλά για το Χάος με την έννοια του κενού αρχικά, διότι αργότερα η λέξη αυτή απέκτησε διαφορετική σημασία στη σκέψη των ανθρώπων. Το Χάος του Ησίοδου δεν είναι όμοιο με  εκείνο του Αναξαγόρα που διακοσμήθηκε από το Νου. Κατά την ετυμολογία της λέξης από τη ρίζα ΧΑΥ ή ΧΑF, σημαίνει το χάσμα αλλά όχι κάτι που είναι εντελώς κενό.
Το Ησιόδειο Χάος είναι ο γενάρχης και η «οντότητα» από την οποία πρόβαλλαν όλα. Το ίδιο δεν ενώνεται ποτέ με τη Γαία, που είναι κατά κάποιο τρόπο μια διαφοροποίηση του Χάους, ένας εν δυνάμει χώρος που προβάλλει από τον αφηρημένο χώρο. Με το όνομα Γαία δεν εννοείται ο πλανήτης Γη διότι οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν Χθόνα. Ο Ορφέας δίδασκε ότι το Ησιόδειο Χάος δεν είναι τόπος αλλά η άπειρη και γεμάτη αιτία των θεών και το κόσμου, και το ονόμαζε χάσμα πελώριο χωρίς τέλος ούτε πυθμένα ούτε βάση, αλλά «αζητές σκότος», διότι το ίδιο δεν έχει μορφοποιημένη φύση αλλά από αυτό προβάλλει το νοούμενο της ύλης ως Γαία. Αποτελεί κενό χώρο, αχανές σκοτεινό και μυστηριώδες διάστημα, έρεβος και νύκτα. Στο πεδίο της αφαίρεσης, ο αφηρημένος ή υπερβατικός χώρος αποτελεί την άγνωστη θεότητα που φαίνεται κενή μόνο στον πεπερασμένο νου. Είναι μια καθαρή υποκειμενικότητα που η ανθρώπινη διάνοια δεν μπορεί να συλλάβει, δίχως αυτό να σημαίνει ότι είναι κάτι μη υπάρχον.

Όταν ο Δημόκριτος μιλούσε για τα άτομα και το κενό, εννοούσε μεν το χώρο αλλά όχι έναν εντελώς κενό χώρο, δεδομένου ότι
«η φύση αποστρέφεται το κενό» όπως έλεγαν οι Περιπατητικοί. Ο Δημόκριτος όριζε δύο αρχές: το ον που θεωρούσε πλήρες και το μη ον που θεωρούσε κενό, εντός του οποίου το πλήρες δημιουργούσε τα πάντα με τροπή και ρυθμό. Στο απόσπασμα Β117, ομολογεί ότι «στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτε γιατί η αλήθεια βρίσκεται στο Βυθό». Ο όρος αυτός αποτελεί σημαντικό στοιχείο στην Ορφική παράδοση για το Χάος, και εδώ χρησιμοποιείται από τον Δημόκριτο με την έννοια τού αφηρημένου ή υπερβατικού χώρου. Ο Δαμάσκιος περιγράφει το Βυθό ως «κρυφό κόσμο που συγκεντρώνει μέσα του όλους τους κόσμους, ως κόσμο των κόσμων που εγκυμονεί την Κοσμική Ιδέα». Η Κοσμική Ιδέα μπορούμε να πούμε ότι γίνεται η Κοσμική «Άτομος» του Δημόκριτου (απόσπ. Α 47), δηλαδή όχι απλώς ένα άτομο με διαστάσεις ενός κόσμου αλλά η αρχική συμπύκνωση όλων των κόσμων, όλων των αρχετυπικών ατόμων-ιδεών εντός του Βυθού πριν από την έναρξη κάθε δημιουργίας.

Η έννοια του αφηρημένου ή υπερβατικού χώρου μπορεί να εξεταστεί με δύο, φαινομενικά, διαφορετικούς τρόπους. Από τη μια πλευρά, ως το απεριόριστο διάστημα στην πλέον αφηρημένη όψη του δίχως όρια ή χαρακτηριστικά, δηλαδή ως κενότητα. Αλλά από την άλλη, ως η άπειρη πληρότητα του παντός. Στην πρώτη περίπτωση είναι το σύμπαν με όλα όσα υπάρχουν σε αυτό από την άποψη του πνευματικού κόσμου ή των υπερβατικών για εμάς καταστάσεων, παρόλο που στη δική μας περιορισμένη αντίληψη φαίνεται ως το Μεγάλο Κενό δίχως καμία πνευματική υπόσταση. Ως κενότητα, είναι το εσωτερικό μυστηριώδες διάστημα που αναφέρεται και ως Βυθός. Στη δεύτερη περίπτωση ταυτίζεται με το Πλήρωμα των Γνωστικών και είναι μια πληρότητα. Είναι το εκδηλωμένο ψυχικό διάστημα που προβάλλει από το Βυθό ή Προπάτορα, και σ’ αυτόν επιστρέφει όταν ολοκληρωθεί ο κύκλος της δημιουργίας. Κανένας από τους μεγάλους Διδασκάλους δεν απέδωσε ποτέ ιδιότητες στον υπερβατικό χώρο, παρότι όλες οι ιδιότητες και όλες οι δυνάμεις εμπεριέχονται σε αυτόν και προβάλλουν από αυτόν. Ούτε μίλησαν για φυσικές διαστάσεις του αφηρημένου χώρου, διότι για τη φιλοσοφία οι φυσικές διαστάσεις αφορούν μόνο το συγκεκριμένο χώρο ή το φυσικό σύμπαν. Το μόνο που ειπώθηκε ή μάλλον υπαινίχθηκε είναι η υπόθεση της αιωνιότητάς του και η ακατάπαυστη κίνησή του, που δεν σταματά ποτέ ούτε και στα μεσοδιαστήματα «δημιουργίας – ανάπαυσης». Γι’ αυτό και θεωρήθηκε ως θείος και αιώνιος.

Ο Τίμαιος έλεγε ότι καθετί που υπάρχει είναι απαραίτητο να υπάρχει κάπου και να κατέχει κάποιο χώρο. Αυτό το «κάπου» ή αυτός ο «χώρος» στη αντίληψή μας λαμβάνει την έννοια του «εκεί έξω», δηλαδή κάτι που βρίσκεται πολύ μακριά από εμάς. Αυτό όμως συμβαίνει διότι είμαστε παρατηρητές τού έξω κόσμου ή του διαστημικού χώρου που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας. Στην αρχαιότητα ωστόσο, ο χώρος ή το διάστημα δεν ήταν απαραιτήτως κάτι αποκλειστικά εξωτερικό και απτό, αλλά συχνά θεωρούταν πως περιείχε βαθμίδες εσωτερικών διαστάσεων. Ο όρος «εσωτερική διάσταση» είναι μεταφορικός και όλα όσα ανήκουν στη διάσταση αυτή δεν είναι ορατά από τις αισθήσεις μας. Περιέχει όλα τα μη ορατά, για εμάς, πράγματα και τις μη ορατές ενέργειες και δυνάμεις του σύμπαντος, τις οποίες συχνά αντιλαμβανόμαστε από τη δράση τους στο φυσικό περιβάλλον.
 Η επιστήμη δέχεται ότι το φυσικό σύμπαν περιέχει δέκα διαστάσεις, από τις οποίες μόνο τέσσερις έχουν έως τώρα εκδηλωθεί, ενώ οι υπόλοιπες βρίσκονται «διπλωμένες εντός του» – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Ωστόσο, ο όρος «εσωτερική διάσταση» έχει και μια άλλη έννοια που πρέπει να λάβουμε υπόψη. Θεωρούμε ότι η διάσταση αυτή υπάρχει μέσα στον άνθρωπο ή μάλλον στην υποκειμενικότητά μας ή τον ψυχισμό μας και μόνο. Οι αρχαίο λαοί όμως θεωρούσαν ότι το «εσωτερικό διάστημα» είναι κάτι ή μάλλον, είναι χώρος αντικειμενικός αν και ανεξάρτητος από τον ανθρώπινο ψυχισμό. Ότι είναι ένα πεδίο ή μια κατάσταση μέσα στην οποία κινούμαστε μάλλον και η οποία μας περιβάλλει, ακριβώς όπως και το ορατό διάστημα, και δεν βρίσκεται περιορισμένο μέσα στον ψυχισμό τους. Επιπλέον, οι Ιδέες οι οποίες είναι πνευματικές εικόνες έχουν εσωτερικές διαστάσεις. Δηλαδή έχουν «έκταση» ή χώρο. Ο χώρος αυτός είναι καθαρά μορφή πνεύματος και δεν είναι ούτε μπορεί να γίνει ποτέ αισθητό στοιχείο αλλά παραμένει καθαρά νοητό στοιχείο.
Ο Πλάτων έλεγε ότι αυτό που είναι ακίνητο δεν μπορεί να είναι θείο και αιώνιο. Δεν υπάρχει τίποτε ακίνητο μέσα στον Υπερβατικό Απόλυτο χώρο, που είναι η Παγκόσμια Ψυχή, διότι  η Ψυχή είναι η ίδια η κίνηση και το αυτοκινούμενο, η μια πανταχούσα ουσία και ενέργεια, η απεριόριστη έκταση, η πρωταρχική ενσωμάτωση της Μονάδας, το άγνωστο δοχείο των πάντων. Κατά το Χαλδαϊκό λόγιο, το χάος-χώρος είναι μήτρα «συνέχουσα τα πάντα», άπειρος κατάσταση κατά τον Δαμάσκιο, ενώ στην Ινδική παράδοση είναι το πρωταρχικό χάος που κρύβει μέσα του το θάνατο και την αθανασία που παρέχεται στους θεούς με τη μορφή της amrita, του ινδικού νέκταρος της αθανασίας. Στη διαφοροποιημένη φύση του ως ψυχικός χώρος, αποτελεί την πηγή των λεπτοφυών ιδιοτήτων και τη ριζική φύση της ορατής ύλης. Στο πεδίο της αντίληψης ερμηνεύεται ως το δοχείο όσων υπάρχουν, ή αλλιώς η «υποδοχή» ή το «δεχόμενο» του Πλάτωνα.

Το Ησιόδειο Χάος διαφοροποιημένο ως Γαία γεννά τον Ουρανό που κατόπιν την γονιμοποιεί. Ο Χώρος γίνεται τώρα χώρα και σώμα της Ψυχής, φορέας των νοητών υποστάσεων, των θεών που μετέχουν στο «είναι» της. Συνεχής και άμορφος, απέραντος και απεριόριστος ο χώρος – Γαία, γεννά ύστερα τον Χρόνο (Κρόνο), αλλά κατόπιν γίνεται σύζυγός του και παράγοντας ροής με τη μορφή της Ρέας. Ακόμη, γίνεται ο μεγάλος τάπητας, ο ψυχικός ιστός των άπειρων ιεραρχιών των δυνάμεων ή αρχών ή θεών, αν βέβαια οι δυνάμεις αυτές προσωποποιηθούν όπως στη Θεογονία του Ησίοδου. Γίνεται το δοχείο που ο Πλάτων αποκαλεί «υποδοχή ή δεχόμενο» και το περιγράφει ως την έκταση που περιέχεται στο πνεύμα, και ως χώρο τον οποίο οι πνευματικές εικόνες ή ιδέες αποκαλύπτουν τόσο ως νοητό αλλά και ως γνωστικό στοιχείο. Εκτός από «υποδοχή» ή δοχείο των ιδεατών, αρχετυπικών μορφών, ο ψυχικός χώρος αποτελεί τη βάση, την ύπαρξη, και το πεδίο της απεριόριστης Ζωής και του άπειρου Νου, του  Δημιουργού.


Πηγή.. 

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

Τα αρχαία ορυχεία των Ελλήνων 18.000-20.000 π.Χ




Ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά 118 ορυχεία υπάρχουν διάσπαρτα σε 38 ελληνικά νησιά του Αιγαίου! Και λειτουργούν εδώ και 20.000 χρόνια! Απ' αυτά τα σπλάγχνα ο Αιγαιακός άνθρωπος έκτισε τα σπίτια του, έπλασε τα αγάλματά του, έφτιαξε τα όπλα του, τα εργαλεία του.


Η πρώτη σκαψιά έγινε - απ' ό,τι φαίνεται - στον λόφο Τζίνες της Θάσου, όπου ευρέθησαν τα αρχαιότερα ορυχεία ώχρας στον κόσμο. Δηλαδή ένα από τα αρχαιότερα ορυχεία του κόσμου - εάν όχι το αρχαιότερο! Ο άνθρωπος έσκαβε και έπαιρνε την ώχρα της Θάσου από το 18-20.000 π.Χ. Η ανακάλυψη έγινε από την ΙΗ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, σε συνεργασία με το Μουσείο Μεταλλευμάτων του Μπόχουμ της Γερμανίας, τον Σεπτέμβριο του 1995, υπό την αρχαιολόγο Χάιδω Χρυσανθάκη-Κουκούλη. Εντός αυτού του ορυχείου ανακαλύφθηκαν στοές, αλλά και εργαλεία από κέρατα ελαφιών και από πέτρες, εκείνης της εποχής. (Η Θάσος από την αρχαιότητα - τουλάχιστον από το 3.000 π.Χ. - διέθετε και μεταλλεία χαλκού και σιδήρου, ενώ στους ιστορικούς χρόνους διέθετε και μεταλλεία χρυσού!).


Η ώχρα είναι ένα κόκκινο ή κίτρινο μικρής καθαρότητος σιδηρομετάλλευμα. Αλλά τι την έκαναν την ώχρα οι άνθρωποι της Παλαιολιθικής Εποχής; Οι κατοπινοί ξέρουμε: Την είχαν για χρωστική ουσία. Έφτιαχναν μ' αυτήν τις «σκιές» στα ζωγραφικά έργα τέχνης τους (Πλίνιος). Με την κίτρινη και την κόκκινη ώχρα - την λεγόμενη μίλτο, που την βρίσκουμε ακόμη και στις μυκηναϊκές πινακίδες! - εκτός από χρωστική, την χρησιμοποιούσαν και στα φάρμακα και όταν έδεναν ξύλινα σκαριά, διότι είχαν ιδεί πως στην ναυπηγική τους εξασφάλιζε αδιαβροχοποίηση. Την καλύτερη μίλτο έδινε η Κέα (Θεόφραστος). Η πόλις των Αθηνών είχε το μονοπώλιο της ώχρας της Κέας. Εάν οι Κείοι αθετούσαν τους όρους της συμφωνίας με τους Αθηναίους, οι τελευταίοι είχαν σκληρές κυρώσεις για τους Κυκλαδίτες.


Αντιστοίχως, από θηραϊκή γη (προϊόν των γνωστών ηφαιστειακών εκρήξεων της νήσου Θήρας) κατά την αρχαιότητα κατασκευάζονταν προκυμαίες και κυματοθραύστες, και γι' αυτό εν συνεχεία με το ίδιο προϊόν κατασκευάσθηκαν τα τοιχώματα στις διώρυγες της Κορίνθου, αλλά και του Σουέζ! Το θείο χρησιμοποιείτο από την αρχαιότητα ακόμη για απολυμαντικούς σκοπούς. Για την καλύτερη απόδοση των χωραφιών του ο Λαέρτης στην Ιθάκη χρησιμοποιούσε απολυμαντικό θειάφι. Από τότε η γνώση, διατηρήθηκε έως σήμερα, και πωλείται θειόχωμα για καλύτερη απόδοση των χωραφιών. Η γνώση του πατρός χρησίμευσε και στον υιό. Γι' αυτό όταν ο Οδυσσεύς φόνευσε τους μνηστήρες, διέταξε να ραντίσουν με θειάφι τον χώρο, που είχε μολυνθεί με τα αίματα των νεκρών!... Στον Μεσαίωνα θειάφι χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή πυρίτιδας. Αλλά και ως εντομοκτόνο. Σήμερα το χρησιμοποιούν στην πολεμική βιομηχανία και την παραγωγή ελαστικών.


Η πόλις των Αθηνών χρωστά την δύναμή της στα μεταλλεία του Λαυρίου. Το κράτος των Μακεδόνων στα ορυχεία της Σκαπτής Ύλης του Παγγαίου.


Όλος αυτός ο κρυμμένος αιγαιακός πλούτος προσέλκυσε πολλούς ξένους επενδυτές και επιστήμονες στην χώρα μας. Ιδίως τον 19ο και τον 20ό αι. οτυχεία λειτουργούσαν σε 29 ακόμη νησιά! Από την δεκαετία του 1830 θεσπίσθηκε ειδική νομοθεσία για εκμετάλλευση των ορυχείων από το Δημόσιο. Το 1861 ψηφίσθηκε «μεταλλευτική νομοθεσία» για τις παραχωρήσεις τους σε ιδιώτες. Η περίοδος 1870-1907 καλείται η «χρυσή εποχή των ελληνικών μεταλλείων». Αρκεί να σκεφθεί κανείς πως τότε διπλασιάσθηκε ο πληθυσμός της Σερίφου! Αυξήθηκαν όμως και τα εργατικά ατυχήματα, που προκάλεσαν την τεράστια απεργία των εργατών το 1916, χαρακτηρίσθείσα «το πρώτο ελληνικό σοβιέτ».


Σήμερα ξέρουμε πως στα έγκατα της γης της Βορείου Ελλάδος ευρίσκεται λανθάνιο, νεοδύμιο, γαδολίνιο, τέρβιο, κ.ά. ορυκτά. Η πρώτη επίσημη απόπειρα εντοπισμού ουρανίου στο ελληνικό υπέδαφος έγινε στις αρχές του 1950. Σήμερα στην Θράκη είναι γνωστό πως έχει εντοπισθεί ουράνιο - ήδη από την δεκαετία του 1990. Η αξία του ελληνικού ουρανίου ανέρχεται σήμερα σε περίπου 125.000.000 δολλάρια. Περίπου 10.000 τ. ουρανίου υπάρχουν στους νομούς Δράμας, Καβάλλας, Σερρών, Χαλκιδικής (σημ. ένα γραμμάριό του αξίζει 20.000 δολλάρια). Στους ορεινούς όγκους των ν. Θεσσαλονίκης και Κιλκίς και σε μια στενή ζώνη - που εκτείνεται ασυνεχώς σε μήκος άνω των 100 χλμ. - από το Κάτω Νευροκόπι Δράμας έως την Σιδηρώ (όνομα και πράμα) του ν. Έβρου, υπάρχουν έως και διαμάντια - εμφανίζονται ως εγκλείσματα σε διάφορα ορυκτά, όπως το ζιρκόνιο, ο γρανάτης και ο βιοτίτης, σε μεγέθη που κυμαίνονται από 2-150 χιλιοστά του χιλιοστού. Το 1999 κοντά στα χωριά Γαλαρινός, Λιβάδι και Μαραθούσα Χαλκιδικής (20-40 χλμ. ΝΑ. της Θεσσαλονίκης), ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά διαμάντια σε πετρώματα του φλοιού. Για τον χρυσό, ούτε λόγος. Για το πετρέλαιο, που δεν χρειάζεται εξόρυξη, αλλά. αναδύεται μόνο του στην Ζουράφα και στον Άγ. Ευστράτιο, ούτε λόγος.


Κι έπειτα καθόμαστε και ακούμε ψέματα από πολιτικούς πως η Ελλάδα θα χρεωκοπήσει, θα πτωχεύσει, θα πεθάνει. Ανίκανοι να σηκώσουν τα μανίκια και να εργασθούν πάνω σε αυτήν την πλούσια γη, ανάξιοι της θέσεώς τους, λιγότεροι της ιστορίας, θα μείνουν στα κιτάπια των επομένων ως οι καημένοι των σύγχρονων ελληνικών καιρών. Ψεύτες, αγύρτες και διαπλεκόμενοι «όλοι μαζί αντάμα» πώς συνέπεσαν στον ίδιο καιρό;


ΠΗΓΕΣ:


Κατράκης Δ. Στ. «Ορυκτός πλούτος και οικονομική ανάπτυξις της χώρας», 1965.


Κλαρκ Έντ. Ντ. «Περιγραφή των ελληνικών μαρμάρων που προέρχονται από τις ακτές του Ευξείνου, του Αρχιπελάγους και της Μεσογείου», 1809.


Κορδέλλας Α. «Η Ελλάς εξεταζομένη γεωλογικώς και ορυκτολογικώς», 1878.


Μαυροκορδάτου Δ., Μενδώνη Λ., Μπαλοδήμου Μ., Μπελαβίλας Ν., Παπαστεφανάκη Λ., Φραγκίσκος Αντ. «Ορυχεία του Αιγαίου», εκδ. «Μέλισσα».


Παπαζήσης Ιω. «Ο άγνωστος ορυκτός πλούτος της Ελλάδος», εκδ. «Κάδμος», 2008. Του ιδίου «Πολύτιμοι λίθοι και στρατηγικά ορυκτά της Ελλάδος», εκδ. «Κάδμος», 2009.


Τσάιμου Κων. Γ. «Ορολογία της αρχαίας μεταλλείας», Πανεπ. Εκδ. ΕΜΠ.


Πηγή.. 
Related Posts with Thumbnails